μνήστορες

μνήστορες
μνήστωρ
mindful of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μνήστωρ — μνήστωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) μνηστευμένος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του 2. στον πληθ. οἱ μνήστορες (στον Όμηρο) οι μνηστήρες τής Πηνελόπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα τωρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”